λακκόπρωκτος

λακκόπρωκτος
λακκόπρωκτος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευρύ πρωκτό, ευρύπρωκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + πρωκτός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λακκόπρωκτος — loose breeched masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακκόπρωκτον — λακκόπρωκτος loose breeched masc/fem acc sg λακκόπρωκτος loose breeched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακκόπρωκτε — λακκόπρωκτος loose breeched masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ …   Dictionary of Greek

  • λακκοπρωκτία — λακκοπρωκτία, ἡ (Α) [λακκόπρωκτος] 1. το να έχει κάποιος ευρύ πρωκτό 2. η παρά φύσιν συνουσία, κιναιδεία …   Dictionary of Greek

  • λακκοσκαπέρδας — λακκοσκαπέρδας, ό (Α) λακκόπρωκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + σκαπέρδα «είδος παιχνιδιού»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”